αποθηκεύσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αποθηκεύσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποθηκεύω
  2. θα αποθηκεύσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποθηκεύω