αποκαθηλώσουν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αποκαθηλώσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκαθηλώνω
  2. θα αποκαθηλώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκαθηλώνω