αποκερατώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αποκερατώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αποκερατώνω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποκερατώνομαι | αποκερατωνόμουν(α) | θα αποκερατώνομαι | να αποκερατώνομαι | ||
β' ενικ. | αποκερατώνεσαι | αποκερατωνόσουν(α) | θα αποκερατώνεσαι | να αποκερατώνεσαι | (αποκερατώνου) | |
γ' ενικ. | αποκερατώνεται | αποκερατωνόταν(ε) | θα αποκερατώνεται | να αποκερατώνεται | ||
α' πληθ. | αποκερατωνόμαστε | αποκερατωνόμαστε αποκερατωνόμασταν |
θα αποκερατωνόμαστε | να αποκερατωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αποκερατώνεστε | αποκερατωνόσαστε αποκερατωνόσασταν |
θα αποκερατώνεστε | να αποκερατώνεστε | (αποκερατώνεστε) | |
γ' πληθ. | αποκερατώνονται | αποκερατώνονταν αποκερατωνόντουσαν |
θα αποκερατώνονται | να αποκερατώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποκερατώθηκα | θα αποκερατωθώ | να αποκερατωθώ | αποκερατωθεί | ||
β' ενικ. | αποκερατώθηκες | θα αποκερατωθείς | να αποκερατωθείς | αποκερατώσου | ||
γ' ενικ. | αποκερατώθηκε | θα αποκερατωθεί | να αποκερατωθεί | |||
α' πληθ. | αποκερατωθήκαμε | θα αποκερατωθούμε | να αποκερατωθούμε | |||
β' πληθ. | αποκερατωθήκατε | θα αποκερατωθείτε | να αποκερατωθείτε | αποκερατωθείτε | ||
γ' πληθ. | αποκερατώθηκαν αποκερατωθήκαν(ε) |
θα αποκερατωθούν(ε) | να αποκερατωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποκερατωθεί | είχα αποκερατωθεί | θα έχω αποκερατωθεί | να έχω αποκερατωθεί | αποκερατωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποκερατωθεί | είχες αποκερατωθεί | θα έχεις αποκερατωθεί | να έχεις αποκερατωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποκερατωθεί | είχε αποκερατωθεί | θα έχει αποκερατωθεί | να έχει αποκερατωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποκερατωθεί | είχαμε αποκερατωθεί | θα έχουμε αποκερατωθεί | να έχουμε αποκερατωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποκερατωθεί | είχατε αποκερατωθεί | θα έχετε αποκερατωθεί | να έχετε αποκερατωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποκερατωθεί | είχαν αποκερατωθεί | θα έχουν αποκερατωθεί | να έχουν αποκερατωθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποκερατώνομαι
|