αποκοιμίσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αποκοιμίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκοιμίζω
  2. θα αποκοιμίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκοιμίζω