αποκριθείτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αποκριθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκρίνομαι
- θα αποκριθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκρίνομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αποκρίνομαι