απομιμηθεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
απομιμηθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απομιμούμαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απομιμούμαι
- θα απομιμηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απομιμούμαι