απομνημονεύσουμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
απομνημονεύσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απομνημονεύω
- θα απομνημονεύσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απομνημονεύω