αποξηλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αποξυλώνω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποξηλώνω < απο- + ξηλώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

αποξηλώνω (παθητική φωνή: αποξηλώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]