αποποιηθείτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αποποιηθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποποιούμαι
- θα αποποιηθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποποιούμαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αποποιούμαι