απορρεύσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
απορρεύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απορρέω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απορρέω
- θα απορρεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απορρέω