απορρεύσουμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

απορρεύσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απορρέω
  2. θα απορρεύσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απορρέω