αποσπερματίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
αποσπερματίζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αποσπερμάτιση
- αποσπερματισμός
- αποσπερμάτωση
- → δείτε τις λέξεις από και σπέρμα
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσπερματίζω | αποσπερμάτιζα | θα αποσπερματίζω | να αποσπερματίζω | αποσπερματίζοντας | |
β' ενικ. | αποσπερματίζεις | αποσπερμάτιζες | θα αποσπερματίζεις | να αποσπερματίζεις | αποσπερμάτιζε | |
γ' ενικ. | αποσπερματίζει | αποσπερμάτιζε | θα αποσπερματίζει | να αποσπερματίζει | ||
α' πληθ. | αποσπερματίζουμε | αποσπερματίζαμε | θα αποσπερματίζουμε | να αποσπερματίζουμε | ||
β' πληθ. | αποσπερματίζετε | αποσπερματίζατε | θα αποσπερματίζετε | να αποσπερματίζετε | αποσπερματίζετε | |
γ' πληθ. | αποσπερματίζουν(ε) | αποσπερμάτιζαν αποσπερματίζαν(ε) |
θα αποσπερματίζουν(ε) | να αποσπερματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποσπερμάτισα | θα αποσπερματίσω | να αποσπερματίσω | αποσπερματίσει | ||
β' ενικ. | αποσπερμάτισες | θα αποσπερματίσεις | να αποσπερματίσεις | αποσπερμάτισε | ||
γ' ενικ. | αποσπερμάτισε | θα αποσπερματίσει | να αποσπερματίσει | |||
α' πληθ. | αποσπερματίσαμε | θα αποσπερματίσουμε | να αποσπερματίσουμε | |||
β' πληθ. | αποσπερματίσατε | θα αποσπερματίσετε | να αποσπερματίσετε | αποσπερματίστε | ||
γ' πληθ. | αποσπερμάτισαν αποσπερματίσαν(ε) |
θα αποσπερματίσουν(ε) | να αποσπερματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποσπερματίσει | είχα αποσπερματίσει | θα έχω αποσπερματίσει | να έχω αποσπερματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποσπερματίσει | είχες αποσπερματίσει | θα έχεις αποσπερματίσει | να έχεις αποσπερματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποσπερματίσει | είχε αποσπερματίσει | θα έχει αποσπερματίσει | να έχει αποσπερματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσπερματίσει | είχαμε αποσπερματίσει | θα έχουμε αποσπερματίσει | να έχουμε αποσπερματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποσπερματίσει | είχατε αποσπερματίσει | θα έχετε αποσπερματίσει | να έχετε αποσπερματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσπερματίσει | είχαν αποσπερματίσει | θα έχουν αποσπερματίσει | να έχουν αποσπερματίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποσπερματίζω
|