αποσχηματίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αποσχηματίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αποσχηματίζω
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσχηματίζομαι | αποσχηματιζόμουν(α) | θα αποσχηματίζομαι | να αποσχηματίζομαι | ||
β' ενικ. | αποσχηματίζεσαι | αποσχηματιζόσουν(α) | θα αποσχηματίζεσαι | να αποσχηματίζεσαι | (αποσχηματίζου) | |
γ' ενικ. | αποσχηματίζεται | αποσχηματιζόταν(ε) | θα αποσχηματίζεται | να αποσχηματίζεται | ||
α' πληθ. | αποσχηματιζόμαστε | αποσχηματιζόμαστε αποσχηματιζόμασταν |
θα αποσχηματιζόμαστε | να αποσχηματιζόμαστε | ||
β' πληθ. | αποσχηματίζεστε | αποσχηματιζόσαστε αποσχηματιζόσασταν |
θα αποσχηματίζεστε | να αποσχηματίζεστε | (αποσχηματίζεστε) | |
γ' πληθ. | αποσχηματίζονται | αποσχηματίζονταν αποσχηματιζόντουσαν |
θα αποσχηματίζονται | να αποσχηματίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποσχηματίστηκα | θα αποσχηματιστώ | να αποσχηματιστώ | αποσχηματιστεί | ||
β' ενικ. | αποσχηματίστηκες | θα αποσχηματιστείς | να αποσχηματιστείς | αποσχηματίσου | ||
γ' ενικ. | αποσχηματίστηκε | θα αποσχηματιστεί | να αποσχηματιστεί | |||
α' πληθ. | αποσχηματιστήκαμε | θα αποσχηματιστούμε | να αποσχηματιστούμε | |||
β' πληθ. | αποσχηματιστήκατε | θα αποσχηματιστείτε | να αποσχηματιστείτε | αποσχηματιστείτε | ||
γ' πληθ. | αποσχηματίστηκαν αποσχηματιστήκαν(ε) |
θα αποσχηματιστούν(ε) | να αποσχηματιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποσχηματιστεί | είχα αποσχηματιστεί | θα έχω αποσχηματιστεί | να έχω αποσχηματιστεί | αποσχηματισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποσχηματιστεί | είχες αποσχηματιστεί | θα έχεις αποσχηματιστεί | να έχεις αποσχηματιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποσχηματιστεί | είχε αποσχηματιστεί | θα έχει αποσχηματιστεί | να έχει αποσχηματιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσχηματιστεί | είχαμε αποσχηματιστεί | θα έχουμε αποσχηματιστεί | να έχουμε αποσχηματιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποσχηματιστεί | είχατε αποσχηματιστεί | θα έχετε αποσχηματιστεί | να έχετε αποσχηματιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσχηματιστεί | είχαν αποσχηματιστεί | θα έχουν αποσχηματιστεί | να έχουν αποσχηματιστεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποσχηματίζομαι
|