αποχαιρετήσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αποχαιρετήσω
- α' ενικό οριστικής μέλλοντα του ρήματος αποχαιρετώ
- α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποχαιρετώ