αραξοβολώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]αραξοβολώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αραξοβολώ | αραξοβολούσα | θα αραξοβολώ | να αραξοβολώ | αραξοβολώντας | |
β' ενικ. | αραξοβολείς | αραξοβολούσες | θα αραξοβολείς | να αραξοβολείς | (αραξοβόλει) | |
γ' ενικ. | αραξοβολεί | αραξοβολούσε | θα αραξοβολεί | να αραξοβολεί | ||
α' πληθ. | αραξοβολούμε | αραξοβολούσαμε | θα αραξοβολούμε | να αραξοβολούμε | ||
β' πληθ. | αραξοβολείτε | αραξοβολούσατε | θα αραξοβολείτε | να αραξοβολείτε | αραξοβολείτε | |
γ' πληθ. | αραξοβολούν(ε) | αραξοβολούσαν(ε) | θα αραξοβολούν(ε) | να αραξοβολούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αραξοβόλησα | θα αραξοβολήσω | να αραξοβολήσω | αραξοβολήσει | ||
β' ενικ. | αραξοβόλησες | θα αραξοβολήσεις | να αραξοβολήσεις | αραξοβόλησε | ||
γ' ενικ. | αραξοβόλησε | θα αραξοβολήσει | να αραξοβολήσει | |||
α' πληθ. | αραξοβολήσαμε | θα αραξοβολήσουμε | να αραξοβολήσουμε | |||
β' πληθ. | αραξοβολήσατε | θα αραξοβολήσετε | να αραξοβολήσετε | αραξοβολήστε | ||
γ' πληθ. | αραξοβόλησαν αραξοβολήσαν(ε) |
θα αραξοβολήσουν(ε) | να αραξοβολήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αραξοβολήσει | είχα αραξοβολήσει | θα έχω αραξοβολήσει | να έχω αραξοβολήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αραξοβολήσει | είχες αραξοβολήσει | θα έχεις αραξοβολήσει | να έχεις αραξοβολήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αραξοβολήσει | είχε αραξοβολήσει | θα έχει αραξοβολήσει | να έχει αραξοβολήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αραξοβολήσει | είχαμε αραξοβολήσει | θα έχουμε αραξοβολήσει | να έχουμε αραξοβολήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αραξοβολήσει | είχατε αραξοβολήσει | θα έχετε αραξοβολήσει | να έχετε αραξοβολήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αραξοβολήσει | είχαν αραξοβολήσει | θα έχουν αραξοβολήσει | να έχουν αραξοβολήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αραξοβολώ
|