αραχνιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αραχνιάζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

αραχνιάζω

  1. σκεπάζομαι από ιστούς αράχνης
  2. γεμίζω αραχνιές

Μεταφράσεις[επεξεργασία]