αργοπορήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αργοπορήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αργοπορώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αργοπορώ
- θα αργοπορήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αργοπορώ