αρειμανίως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρειμανίως < αρειμάνιος

Επίρρημα[επεξεργασία]

αρειμανίως

καπνίζει αρειμανίως