αρχινήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɾ.çiˈni.si/

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αρχινήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αρχινώ & αρχινάω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αρχινώ & αρχινάω
  3. θα λύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αρχινώ & αρχινάω