αρχινήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɾ.çiˈni.si/
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αρχινήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αρχινώ & αρχινάω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αρχινώ & αρχινάω
- θα λύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αρχινώ & αρχινάω