ασκιανός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασκιανός < ίσκιος (η σκιά κάποιου αντικειμένου)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ασκιανός αρσενικό