ασπαστείτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ασπαστείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ασπάζομαι
- θα ασπαστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ασπάζομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ασπάζομαι