αστειολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αστειολογώ < αστειολόγος < αστείος + λέγω

Ρήμα[επεξεργασία]

αστειολογώ

  • αστειεύομαι, ευφυολογώ
    στην αρχή νόμιζα ότι έλεγε αλήθεια, μετά ευτυχώς κατάλαβα ότι αστειολογούσε

Μεταφράσεις[επεξεργασία]