ασυνδυάστως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀσυνδυάστως

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασυνδυάστως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀσυνδυάστως < ἀσυνδύαστος

Επίρρημα[επεξεργασία]

ασυνδυάστως

Πηγές[επεξεργασία]