ασυνδυάστως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασυνδυάστως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀσυνδυάστως < ἀσυνδύαστος
Επίρρημα[επεξεργασία]
ασυνδυάστως
Πηγές[επεξεργασία]
- ασυνδυάστως - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)