ασχάλλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασχάλλω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ασχάλλω

  • στενοχωριέμαι, οργίζομαι, αγανακτώ, δυσφορώ, βαρυγνωμώ, δυσανασχετώ για κάτι
    αυτό πρέπει να γίνει, μην ασχάλλεις

Μεταφράσεις[επεξεργασία]