ασχημύνει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ασχημύνει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ασχημαίνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ασχημαίνω
  3. θα ασχημύνει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ασχημαίνω