ασύρματο τηλέφωνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]
  • φορητό τηλέφωνο, κινητό τηλέφωνο περιορισμένου εύρους, κινητή συσκευή τηλεφώνου με πομπό που έχει μικρό εύρος

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • (σπάνιο) Υπάρχει και "ασύρματο τηλέφωνο μεγάλου εύρους", δηλαδή τηλέφωνο σταθερής γραμμής (όχι δίκτυο κινητής τηλεφωνίας) που απ' την οικία ή την ιδιοκτησία του χρήστη ειδικός πομπός εκπέμπει σε φάσμα που καλύπτει τμήμα μιας πόλης. Χρειάζεται ειδική άδεια χρήσης φάσματος (ασχέτως αν ο χρήστης αποφασίσει να παρανομήσει). Χρησιμοποιούταν παλαιότερα από άτομα (κυρίως ως εταιρικά τηλέφωνα) που ήθελαν οικονομικότερες χρεώσεις ή δεν επιθυμούσαν την εκτροπή κλήσης σε κινητό.