φορητό τηλέφωνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]- ασύρματο τηλέφωνο, κινητό τηλέφωνο περιορισμένου εύρους, κινητή συσκευή τηλεφώνου με πομπό που έχει μικρό εύρος