αυτολογοκριθείτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αυτολογοκριθείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτολογοκρίνομαι
  2. θα αυτολογοκριθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτολογοκρίνομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αυτολογοκρίνομαι