αυτομολήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αυτομολήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αυτομολώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτομολώ
  3. θα αυτομολήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτομολώ