αυτόπτις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτόπτις < (ελληνιστική κοινή) αὐτόπτις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτόπτις θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτόπτις
|