αφομοιώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αφομοιώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αφομοιώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφομοιώνω
  3. θα αφομοιώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφομοιώνω