αὐτονοέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αὐτονοέω < αὐτόνοος

Ρήμα[επεξεργασία]

αὐτονοέω

  1. σκέφτομαι με το δικό μου τρόπο, έχω δικές μου απόψεις
  2. σκέφτομαι για λογαριασμό μου

Συγγενικά[επεξεργασία]