αὐτονοέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αὐτονοέω < αὐτόνοος
Ρήμα[επεξεργασία]
αὐτονοέω
- σκέφτομαι με το δικό μου τρόπο, έχω δικές μου απόψεις
- σκέφτομαι για λογαριασμό μου