αὐτοπήμων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αὐτοπήμων < αὐτός και πῆμα

Επίθετο[επεξεργασία]

αὐτοπήμων

  1. που προκάλεσε μόνος του την τύχη του, το κακό που τον βρήκε, τη δυστυχία του
  2. που θρηνεί μόνος του για τη μεγάλη ατυχία του