βάλετε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

βάλετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βάζω
  2. θα βάλετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βάζω


Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

βάλετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βάλλω
  2. θα βάλετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βάλλω
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος βάλλω