βάσει συγκειμένου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βάσει συγκειμένου < → δείτε τις λέξεις βάσει και συγκείμενο, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική context-sensitive
Έκφραση
[επεξεργασία]βάσει συγκειμένου
- (πληροφορική, GUI) context-sensitive: λειτουργία που εξαρτάται από τα περιεχόμενα της οθόνης
- ⮡ οπτική παρουσίαση βάσει συγκειμένου, βοήθεια βάσει συγκειμένου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βάσει συγκειμένου