βήτα αναστολέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βήτα αναστολέας < → δείτε τις λέξεις βήτα και αναστολέας, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική beta blocker
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
βήτα αναστολέας
- (φαρμακευτική) ουσία που χαμηλώνει την πίεση και επιβραδύνει τους καρδιακούς παλμούς, μετριάζει το μετατραυματικό άγχους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βήτα αναστολέας