βαθμός συναγερμού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαθμός συναγερμού < → δείτε τις λέξεις βαθμός και συναγερμός
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
βαθμός συναγερμού αρσενικό
- (νομικός όρος), (στρατιωτικός όρος): μέτρον έντασης και έκτασης επιχειρήσεων, όπως π.χ. ενισχυμένος συναγερμός, γενικός συναγερμός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαθμός συναγερμού
|