βαρυκαρδίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαρυκαρδίζω < βαρυ- + καρδιά + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

βαρυκαρδίζω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]