βασιλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βασιλίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

βασιλίζω

  • Είμαι με το μέρος ή με την πολιτική παράταξη του βασιλιά
    Τοῦτο τοὺς Χαλκιδεῖς ἐποίησε βασιλίσαι προθυμότατα καὶ τὴν πόλιν αὐτῷ πρὸς τὸν πόλεμον ὁρμητήριον παρασχεῖν. (Πλούταρχος, Βίοι παράλληλοι, Τίτος Φλαμίνιος, 16)