βατερλό
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βατερλό ουδέτερο άκλιτο
- (μεταφορικά) εξουθενωτική ήττα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βατερλό
|
![]() |
βατερλό ουδέτερο άκλιτο
|