βελτιωθώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]βελτιωθώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βελτιώνομαι
- θα βελτιωθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βελτιώνομαι