βερνικώσουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
βερνικώσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βερνικώνω
- θα βερνικώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βερνικώνω