βιδώσετε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

βιδώσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βιδώνω
  2. θα βιδώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βιδώνω