βιδώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιδώνω < βίδα + -ωνω

Ρήμα[επεξεργασία]

βιδώνω, πρτ.: βίδωνα, στ.μέλλ.: θα βιδώσω, αόρ.: βίδωσα, παθ.φωνή: βιδώνομαι, μτχ.π.π.: βιδωμένος

  1. περιστρέφω μια βίδα ώστε να εισχωρήσει σε ειδική θέση ή σε υλικό και να στερεώσει κάτι
  2. στερεώνω κάτι με βίδα

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

μου τη βίδωσε όταν άκουσα τέτοιες ανοησίες

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]