ξεβιδώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kse.viˈðo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐βι‐δώ‐νω
Ρήμα
[επεξεργασία]ξεβιδώνω
- αφαιρώ μια βίδα
- χαλαρώνω το σφίξιμο μιας βίδας
- (μεταφορικά, οικείο) κουράζω υπερβολικά κάποιον
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεβιδώνω | ξεβίδωνα | θα ξεβιδώνω | να ξεβιδώνω | ξεβιδώνοντας | |
β' ενικ. | ξεβιδώνεις | ξεβίδωνες | θα ξεβιδώνεις | να ξεβιδώνεις | ξεβίδωνε | |
γ' ενικ. | ξεβιδώνει | ξεβίδωνε | θα ξεβιδώνει | να ξεβιδώνει | ||
α' πληθ. | ξεβιδώνουμε | ξεβιδώναμε | θα ξεβιδώνουμε | να ξεβιδώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεβιδώνετε | ξεβιδώνατε | θα ξεβιδώνετε | να ξεβιδώνετε | ξεβιδώνετε | |
γ' πληθ. | ξεβιδώνουν(ε) | ξεβίδωναν ξεβιδώναν(ε) |
θα ξεβιδώνουν(ε) | να ξεβιδώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεβίδωσα | θα ξεβιδώσω | να ξεβιδώσω | ξεβιδώσει | ||
β' ενικ. | ξεβίδωσες | θα ξεβιδώσεις | να ξεβιδώσεις | ξεβίδωσε | ||
γ' ενικ. | ξεβίδωσε | θα ξεβιδώσει | να ξεβιδώσει | |||
α' πληθ. | ξεβιδώσαμε | θα ξεβιδώσουμε | να ξεβιδώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεβιδώσατε | θα ξεβιδώσετε | να ξεβιδώσετε | ξεβιδώστε | ||
γ' πληθ. | ξεβίδωσαν ξεβιδώσαν(ε) |
θα ξεβιδώσουν(ε) | να ξεβιδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεβιδώσει | είχα ξεβιδώσει | θα έχω ξεβιδώσει | να έχω ξεβιδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεβιδώσει | είχες ξεβιδώσει | θα έχεις ξεβιδώσει | να έχεις ξεβιδώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεβιδώσει | είχε ξεβιδώσει | θα έχει ξεβιδώσει | να έχει ξεβιδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεβιδώσει | είχαμε ξεβιδώσει | θα έχουμε ξεβιδώσει | να έχουμε ξεβιδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεβιδώσει | είχατε ξεβιδώσει | θα έχετε ξεβιδώσει | να έχετε ξεβιδώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεβιδώσει | είχαν ξεβιδώσει | θα έχουν ξεβιδώσει | να έχουν ξεβιδώσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ξεβιδώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας