screw
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
screw (en)
- βίδα
- (ναυτικός όρος) η προπέλα ενός πλοίου
Ρήμα[επεξεργασία]
screw (en)