βιδώσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

βιδώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βιδώνω
  2. θα βιδώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βιδώνω