βιτρώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιτρώ < γαλλική vitraux < vitrail

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιτρώ ουδέτερο άκλιτο

  1. μορφή ζωγραφικής σε γυαλί που επιτρέπει στο φως να το διαπερνά
  2. το χρωματισμένο γυαλί που χρησιμοποιείται για να κατασκευάσει κανείς διακοσμημένα παράθυρα ή άλλα αντικείμενα, τα οποία διαπερνά το φως

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]