βλαστήσουν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

βλαστήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βλασταίνω
  2. θα βλαστήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βλασταίνω