βοήσομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

βοήσομαι
  • α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού μέλλοντα του ρήματος βοάω (βοῶ)
    "Κἀγὼ βοήσομαι τῆς ἡμέρας τὴν δύναμιν" [= Και εγώ θα κραυγάσω της ημέρας τη δύναμη (σπουδαιότητα) !] (απόσπασμα πανηγυρικού λόγου του Αγίου Γρηγορίου του θεολόγου)
→ δείτε τη λέξη  βοάω